Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συγγένεια εξ αίματος

  • 1 συγγένεια

    η
    1) родство (тж. перен.); близость; родственность;

    συγγένεια εξ αίματος ( — или ομαιμίας) — или φυσική ( — или κυρίως) συγγένεια — кровное родство;

    συγγένεια εξ αγχιστείας ( — или κηδεστίας) — родство по браку;

    στενή (μακρυνή) συγγένεια — близкое (дальнее) родство;

    βαθμός συγγένειας — степень родства;

    έχω συγγένεια με κάποιον — быть в родстве с кем-л. или быть сродни кому-л., быть родственником кого-л.;

    πνευματική συγγένειαа) духовное родство (крестника и крёстного); — б) духовная близость, родство душ;

    συγγένεια χαρακτήρων — родственность натур;

    συγγένεια ιδεών — родство идей;

    πολιτική συγγένειαнекровное родство (между усыновлённым и усыновителем, опекуном и опекаемым);

    2) мед. врождённость, врождённое свойство;

    § χημική συγγένειαхимическое сродство

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συγγένεια

  • 2 αίμα

    (γεν. αίματος) τό
    1) кровь;

    αρτηριακό (φλεβικό) αίμα мед. — артериальная (венозная) кровь;

    μετάγγιση αίματος переливание крови;

    σκοτωμένο αίμα — кровоподтёк;

    μόλυνση τού αίματος заражение крови;
    κυκλοφορία τού αίματος кровообращение; πίεση τού αίματος кровяное давление;

    χύνω το αίμα μου υπέρ... — проливать кровь за...;

    μέχρι τελευταίας ρανίδας τού αίματος до последней капли крови;
    2) родная кровь; кровное родство;

    είναι αίμα μου — это моя плоть и кровь;

    συγγένεια εξ αίματος — или συγγένεια απ· το ίδιο αίμα — кровное родство;

    δεσμοί αίματος узы крови;

    § φτύνω αίμα — а) харкать кровью; — б) перен. изойти кровью (добиваясь чего-л.); — потом

    и кровью добиться (чего-л.);

    παίρνω αίμα — пускать кровь;

    παίρνω το αίμα πίσω — мстить кровью; — кровь за кровь;

    μπαίνω στα αίματα загораться (чём-л.);

    έχω γλυκό αίμα — быть симпатичным, привлекательным;

    ανάψανεта αίματα μου — или μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι — кровь бросилась мне в голову;

    τό αίμα νερό δεν γίνεται — кровь не водица;

    μου κόβεται το αίμα μου ≈ — кровь стынет в жилах;

    μούκοψες το αίμα — ты здорово испугал меня;

    βράζει το αίμα μου — быть полным сил и энергии; — кровь кипит, бурлит;

    μου πίνουν το αίμα — они пьют мою кровь;

    με τρώει το αίμα μου — предчувствовать плохое;

    τι σε τρώει το αίμα σου; — что, тебе жизнь надоела?;

    τώχει (σ)τό αίμα του — это у него в крови;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αίμα

См. также в других словарях:

  • συγγένεια — Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν… …   Dictionary of Greek

  • συγγένεια — η 1. σχέση εξ αίματος ή επιγαμίας: Έχουν συγγένεια μακρινή. 2. ομοιότητα: Τα κόμματα αυτά έχουν στενή συγγένεια. 3. «χημική συγγένεια», ιδιότητα των χημικών στοιχείων να συναποτελούν χημικές ενώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • σύναιμος — και ξύναιμος, ον, Α 1. αυτός που έχει συγγένεια εξ αίματος, όμαιμος 2. ως ουσ. συγγενής, ιδίως αδελφός ή αδελφή 3. φρ. α) «Ζεὺς ξύναιμος» ο προστάτης τής συγγένειας Ζευς (Σοφ.) β) «νεῑκος ξύναιμον» η μεταξύ συγγενών έχθρα (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • αγχιστεία — Η σχέση που ενώνει τους συγγενείς του ενός συζύγου με τους εξ αίματος συγγενείς του άλλου. Ο νόμος (άρ. 1357 του Αστικού Κώδικα) εμποδίζει τον γάμο ανάμεσα στους συγγενείς σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή μέχρι και τον τρίτο… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

  • οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»